- τρικυλίνδητος
- τρῐ-κῠλίνδητος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρικυλίνδητος — thrice rolled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρικυλίνδητος — και τρικαλίνδητος, ον, Α αυτός που έχει περιστραφεί τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κυλίνδομαι / κυλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι, ταλαντεύομαι»] … Dictionary of Greek
τρικαλίνδητος — ον, Α τρικυλίνδητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + καλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι»] … Dictionary of Greek
τρικύλιστος — ον, Α 1. τρικυλίνδητος* 2. μτφ. αυτός που επηρεάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κυλιστός (< κυλίνδω «κινώ, κυλώ»)] … Dictionary of Greek